- λάμια
- Πόλη (46.406 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδος, έδρα του δήμου Λαμιέων. Χτισμένη σε δύο λόφους στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της οροσειράς Όθρυος, αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της περιοχής. Η Λ. είναι κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία και παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη, η οποία ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη θέση της. Βρίσκεται σχετικά κοντά στην πρωτεύουσα (220 χλμ.) και στον άξονα της εθνικής οδού Αθήνας-Θεσσαλονίκης, κατά μήκος της οποίας δημιουργούνται συνεχώς νέες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με τα πλησιέστερα κέντρα για την εξασφάλιση του αναγκαίου εργατικού δυναμικού.
Ιστορία. Ως μυθικός ιδρυτής της Λ. αναφέρεται ο Λάμος, γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Λαμία, βασίλισσα των Τραχινίων. Υπήρξε πρωτεύουσα από το 413 π.Χ. των Μαλιέων και ήταν ισχυρή περιτειχισμένη πόλη· λείψανα του αρχαίου τείχους έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία. Από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. πέρασε στη μακεδονική επιρροή και αργότερα στην εξουσία του Δημήτριου του Πολιορκητή. Κατά την επιδρομή των Γαλατών (280 π.Χ.) αποτελούσε τμήμα του κράτους της Θεσσαλίας, αργότερα έγινε μέλος της Αιτωλικής συμπολιτείας και το 190 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι· από τότε άρχισε να παρακμάζει. Κατά τη βυζαντινή περίοδο χτίστηκε το κάστρο της, στο οποίο ενσωματώθηκαν τμήματα των αρχαίων τειχών. Τον 8o αι. μ.Χ. πήρε την ονομασία Ζητούνι, η οποία διατηρήθηκε έως το 1832. Κατά τη φραγκοκρατία αποτέλεσε τμήμα του δουκάτου των Αθηνών. Από τους Τούρκους απελευθερώθηκε το 1832, οπότε ξαναπήρε την αρχαία ονομασία της Λ.
Μερική άποψη του κάστρου της Λαμίας.
Πανοραμική άποψη της Λαμίας, πρωτεύουσας του νομού Φθιώτιδος.
* * *(I)η (AM λάμια)ως κύριο όν. η Λάμιαμυθ. τερατόσχημο δαιμονικό πλάσμα με γυναικεία μορφή, ανάλογο προς τον βρικόλακα και τρεφόμενο, κυρίως, με ανθρώπινες σάρκεςνεοελλ.1. μτφ. α) μοχθηρή και κακότροπη γυναίκαβ) αδηφάγο και άπληστο άτομο («τρώει σαν λάμια»)2. στον πληθ. οι λάμιεςη νόσος ταινίααρχ.είδος αδηφάγου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαμ- (πρβλ. λαμυρός) + επίθημα -iya (> -ia), πρβλ. πότν-ια. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές lamia «φάντασμα», lamium «είδος ψαριού»].————————(II)ηζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κεραμβυκίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamia < λατ. lamia < λάμια].————————(III)λάμια, τὰ (AM)χάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. λάμια (ἡ) και λαμυρός].
Dictionary of Greek. 2013.